Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Εγωιστική "πνευματικότητα"

Εγωιστική "πνευματικότητα"






Σχεδόν σε όλους τους φίλους μου υπάρχει κάτι το διεστραμμένο στην ίδια τους τη φύση. Αυτό το κάτι είναι μια αίσθηση αδυναμίας και κατωτερότητας που το κάνει απίστευτα δύσκολο γι’ αυτούς να υποστούν την παραμικρή σμίκρυνση. Η φυσική τους τάση είναι να ξεπεράσουν τους άλλους, να τους ταπεινώσουν και να υψωθούν πάνω απ’ όλους. 




Στην ουσία, το πρόβλημά τους δεν είναι υπαρξιακό, πνευματικό, που να οδηγεί στην εκμηδένιση του εγωκεντρισμού τους, αλλά ένα πρόβλημα κατωτερότητας που τους σπρώχνει να ασχοληθούν με «πνευματικά» πράγματα για να κερδίσουν ανωτερότητα. Γι’ αυτό είναι τόσο απρόθυμοι να ομολογήσουν την ανάγκη να υιοθετούν ψεύτικα, διπλωματικά τεχνάσματα που θα τους δείξουν διαφορετικούς απ’ ότι είναι, που θα τους παρουσιάσουν σαν αλάθητα όντα. Αυτές οι προσπάθειες γίνονται μόνο από όσους πιστεύουν στη νίκη του εαυτού τους επάνω σε άλλους και δεν έχουν καμιά φιλοδοξία να καταστρέψουν την άσχημη πλευρά τους. Ίσως αυτό είναι που νιώθω σαν βασική ασυμφωνία ανάμεσά μας. Όλοι τους θέλουν να φτάσουν σε πνευματικά ύψη κουβαλώντας μαζί τους και τον μεγενθυμένο τους εγωισμό. Η αναζήτησή τους δεν είναι παρά ένας αγώνας για να δοξάσουν τον εγωισμό τους και να του προσφέρουν πνευματικές δυνάμεις. 




Οι άνθρωποι που έχουν για προορισμό τους να αναζητήσουν το πνεύμα και να καταστρέψουν τον εγωισμό τους είναι σοβαροί, στοχαστικοί, δε χαρίζονται στον εαυτό τους και κάθε θρίαμβό τους τον βλέπουν σαν κάτι το ανεπιθύμητο, σαν ένα κακό σάρκωμα, σαν κάτι που, αργά ή γρήγορα, πρέπει να διαλυθεί. Χαίρονται όταν η αίσθηση του εγώ τους μικραίνει. Ένα ώριμο εγώ νιώθει ότι δεν επιθυμεί πια να κάνει κάτι για να ενισχυθεί, γιατί έχει φτάσει ένα σημείο ωριμότητας που ξεπερνά πολύ τον μέσο όρο.





Συνοδοιπόροι είμαστε με τον ίδιο προορισμό...


Εγώ και οι Άλλοι, Εμείς. Εγώ και Εμείς, εγώ

Εγώ και οι Άλλοι, Εμείς. Εγώ και Εμείς, εγώ


Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας μας χρειάζεται ὅλους τοὺς ἄλλους. Πρέπει ν᾿ ἀναζητήσουμε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται.
Ὅταν στὸ δρόμο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγμά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουμε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουμε. Ἂς συλλογιστοῦμε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα.
Γ. Σεφέρης, Στοκχόλμη, 10 Δεκεμβρίου 1963

Ο ποιητής μας προτρέπει με τη διαχρονική παραίνεση να αναζητήσουμε τον Άνθρωπο και μέσα μας και εκτός μας. Οι άνθρωποι είναι παντού γύρω μας, αρκεί να τους αναζητήσουμε, να απλώσουμε το χέρι μας και αυτοί θα είναι δίπλα μας, συνοδοιπόροι. Τα τέρατα που πρέπει να καταστρέψουμε κατοικούν μέσα μας, είναι όλα αυτά που μας κρατάνε απομονωμένους αλλά και εσωτερικά πολωμένους. Είθε καθώς μαθαίνουμε να γίνουμε αυτό που είμαστε, όπως αγγέλλεται ο Πίνδαρος. Πριν την ανθρωποκεντρική μας εξέλιξη, θα πρέπει να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας. Ευχής έργο θα ήταν σ' αυτήν τη προσπάθεια η εύρεση ομοιοαρωγών.

Σκοπός του ανθρώπου που αναζητά την αυτοπραγμάτωση, είναι η ελευθερία, η λύτρωση από τα δεσμά που τον κρατάνε σκλάβο και υπνωτισμένο καθιστώντας τον ανίκανο να δει και να βιώσει τον πραγματικό του εαυτό, αυτό που Είναι. Το απαραίτητο για την αρχή της διαδρομής της αποδέσμευσης είναι να γίνει γνώστης της κατάστασής του. Να αυξήσει την συνειδητότητα του. Ένας κρατούμενος έγκλειστος σε σωφρονιστικό κατάστημα θα πρέπει να αντιληφθεί πως είναι φυλακισμένος και έπειτα να αποφασίσει την απόδραση του. Να αγγίξει το Γνώθι σ' αυτόν κατά την ρήση του Χίλωνα του Σπαρτιάτη.

Το εργαλείο που θα χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος για να γνωρίσει τον εαυτό του δεν είναι άλλο από την παρατήρηση του εαυτού μας. Έτσι θα αντιληφθούμε αυτό που γράφει ο Πλάτων στον Κρίτων ότι ο άνθρωπος δεν πράττει αλλά τα πράγματα συμβαίνουν. Homo Mechanicus όπως λέει ο Όσσο. Γιατί όσο ο άνθρωπος δεν γνωρίζει τον εαυτό του τόσο οι πράξεις του θα είναι μηχανικές. Όταν ο άνθρωπος θα καταφέρει να γνωρίσει τον εαυτό του, όταν βρει το κέντρο του, τότε θα βιώσει την αναίτια χαρά και ευδαιμονία, παρατηρώντας ό,τι τον περιβάλει με παρθένα θωριά. Παρατηρώντας τον εαυτό μας, παρατηρώντας τον άκριτα ώσπου να απομείνει μόνο η παρατήρηση, ούτε καν ο παρατηρητής. Αυτός ο μηχανισμός μπορεί να λειτουργήσει εντός μίας ομάδας και μάλιστα το αποτέλεσμα να είναι πολλαπλάσιο της ατομικής εργασίας.

Πριν μπούμε στην διαδικασία της προσωπικής εργασίας πρέπει να αντιληφθούμε, όπως είπαμε, ότι είμαστε εσώκλειστοι σε μία φυλακή, πριν αποφασίσουμε να δραπετεύσουμε από αυτήν. Αυτή η φυλακή είναι ο ύπνος στον οποίο ζούμε. Βέβαια δεν εννοούμε τον φυσικό ύπνο που μας ξεκουράζει τα βράδια. Μιλάμε για μια κατάσταση ύπνωσης. Το ξύπνημα από την ύπνωση σημαίνει ότι αντιλαμβάνομαι την μηδαμινότητα μου, την μηδαμινότητα που υπάρχει λόγω της μηχανικότητας μου. Ξύπνημα σημαίνει την αντίληψη του ότι είμαι προσκολλημένος στην ύλη, ότι ταυτίζομαι και προβάλλομαι μέσω αυτής. Η ανακάλυψη ότι τίποτα από αυτά που έχω και κατέχω δεν είναι δικά μου, αλλά είναι είτε πρόσκαιρα είτε επίκτητα. Τα ξυπνήματα αυτά που στην αρχή είναι μικρά και προέρχονται συνήθως από κάποιο τράνταγμα, με την εργασία μας προσπαθούμε να τα κρατήσουμε παραπάνω. Εδώ είναι που αρχίζουν οι δυσκολίες. Η πολλαπλότητα των Εγώ μας αναλαμβάνει δράση, σαν ζωντανός οργανισμός που διαβλέπει την απειλή του. Δημιουργούνται άλλοθι για την συνέχεια της ύπνωσης. Σαν παράδειγμα μπορούμε να δούμε τον πραγματικό ύπνο. Αποφασίζουμε από βραδύς πως το πρωί θα ξυπνήσουμε νωρίς να διαλογιστούμε, την απόφαση αυτή την παίρνει το Εγώ που διαφεντεύει εκείνη την στιγμή. Το πρωί χτυπώντας το ξυπνητήρι, διαφεντεύει ένα άλλο Εγώ που σου λέει, άφησέ το για αργότερα δίνοντας μια πολύ πειστική δικαιολογία, και έτσι συνεχίζεις τον ύπνο σου. Μια πρώτη λύση είναι η χρήση κι άλλων ξυπνητηριών. Αλλά ο άνθρωπος συνηθίζει με τον καιρό τα ξυπνητήρια, τα αγνοεί και συνεχίζει τον λήθαργο. Αν όμως κάποιοι άνθρωποι αποφασίσουν να δουλέψουν ομαδικά ενάντια σ΄αυτήν την κατάσταση της ύπνωσης θα λειτουργούν ως ξυπνητήρια ο ένας του άλλου. Έτσι ο ένας θα ξυπνά τον άλλον και μάλιστα με διαφορετικού είδους ξυπνητήρι κάθε φορά. Η μετακύλιση στην κατάσταση του ύπνου πλέον είναι δυσκολότερη, αλλά όχι απίθανη. Ακόμα και όλα τα μέλη της ομάδας να αποκοιμηθούν ένας μπορεί σαν ξυπνητήρι να τους αφυπνίσει. Στο σημείο αυτό δεν θα ήταν περιττό να θυμηθούμε τον ευαγγελιστή Λουκά να περιγράφει την Προσευχή του Ιησού στο όρος τω ελαιών, όπου άφησε τους μαθητές του να τον περιμένουν όσο αυτός προσευχόταν και με το πέρας της προσευχής τους βρήκε να κοιμούνται. Ο ύπνος εδώ δεν αναφέρεται φυσικά στον βιολογικό ύπνο, γιαυτό και ο Ιησούς τους ξυπνά με την εντολή «Τι κοιμάστε; Σηκωθείτε και προσεύχεστε, για να μην εισέλθετε σε πειρασμό».

Τα αποτελέσματα της παρατήρησης του εαυτού μας δεν είναι άλλα από τα ελαττώματά μας, αυτά δηλαδή που ελαττώνουν τις δονήσεις μας. Πάνω σε αυτές τις παρατηρήσεις καλούμαστε να εργαστούμε και ως γλύπτες να τις δώσουμε νέα μορφή, σαν κομμάτι μαρμάρου που πετάμε τα περιττά για να απομείνει το έργο τέχνης, δηλαδή η αρχέγονη ουσία μας.

Η όλη προσπάθεια που καταβάλλουμε, εντέλει, είναι να καταφέρουμε να αφυπνιστούμε από τον λήθαργο στον οποίο έχουμε περιέλθει. Τι θα έχουμε κερδίσει με την αφύπνιση; Μα να δούμε τα πράγματα ως έχουν. Να καταφέρουμε να δούμε το πραγματικό μας Είναι. Και αυτό θα το καταφέρουμε ανακαλύπτοντας και απορρίπτοντας όλα αυτά τα επίκτητα μορφώματα μας που τα λέμε χαρακτήρα του ατόμου. Με την σμίλευση των ελαττωμάτων μας αποκτούμε το δικαίωμα, αν θέλετε να το πούμε έτσι, του θανάτου. Όχι του βιολογικού θανάτου, αλλά του θανάτου με την έννοια της απεμπόλησης όλων αυτών που μας κρατούν δέσμιους, της πολλαπλότητας των Εγώ. Του θανάτου δηλαδή ενός ανθρώπου φτιαχτού, κατασκευασμένου από τις περιστάσεις. Για να γεννηθούμε πρέπει να πεθάνουμε πρώτα. Η γέννηση σηματοδοτεί την δημιουργία ενός ανθρώπου που έχει ανακαλύψει το κέντρο του, την ουσία του, το Είναι του και αρχίζει να αποκτά ένα αδιαίρετο Εγώ. Αντιλαμβανόμαστε πλέον τον ρόλο της αδιάκοπης εργασίας για αφύπνιση και εντός της ομάδας. Γέννηση – Αφύπνιση – Θάνατος – Αναγέννηση. Αυτή είναι η γραμμή που μας καλεί να την βαδίσουμε. 


Κάθε σπόρος τείνει να φέρει στο φως τον αντίστοιχο καρπό. Κάθε πράξη γεννάει τα αντίστοιχα αποτελέσματα. Γι΄ αυτό οι επιλογές μας πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο συνειδητές και να εκπορεύονται από τον Ανώτερο Εαυτό μας. Όταν οι προθέσεις της ομάδας είναι αγνές και τα μέλη της αναζητούν το κοινό καλό ώστε να το προσφέρουν, να το ακτινοβολήσουν γύρω τους, τότε ο νόμος της ανταπόδοσης σίγουρα θα το επιστρέψει στην ομάδα. Ό,τι δώσεις αυτό θα λάβεις όπως αναφέρει και ο ορφικός ύμνος του Άρεως. Ο πόλεμος θα φέρει αίμα και θάνατο, η έλλειψη του πολέμου θα φέρει κάρπισμα των αγρών δίνοντας χώρο στην Δήμητρα.

Επιλέξαμε συνειδητά το χρέος που περιγράφει ο Καζαντζάκης ως ανήφορο; Ο ανήφορος της αυτοανακάλυψης είναι σκόλιος, μακρύς και φαίνεται βουνό. Ένα βουνό που η κορυφή του όσο ανεβαίνουμε, τόσο αυτή θα ξεμακραίνει μέσα στα σύννεφα του Εγώ. Οι πρόποδες όμως θα είναι εκεί κάτω σε κάθε μας ολίσθημα, γιατί ο αγώνας είναι διαρκής και χωρίς αναπαμό. Αρκεί να θυμόμαστε, πως αν κόψουμε την κορυφή και την φέρουμε στον εύκρατο κάμπο όπου ζούμε για να την πατήσουμε, αυτή δεν θα είναι η κορυφή. Οι κορυφές χαρακτηρίζονται από το ύψος τους και όχι από το υλικό τους. Και δεν θα ξαφνιαστούμε αν στην κορφή βρούμε τα ίδια λιανολίθαρα του κάμπου. 


 
You might also like:

Έφυγα...

Έφυγα...



Ένας μεγάλο, άναρχο ποτάμι είναι η ζωή. Προς τα πού κατευθύνεται; Που θέλει να φτάσει; Ποιος είναι τελικά ο σκοπός της; Ας είμαστε σε εγρήγορση, ας παρατηρήσουμε με ενάργεια, ας εμβαθύνουμε πίσω από τα γεγονότα και ίσως αν το θελήσει ο ουρανός να μάθουμε. Ίσως να αντιληφθούμε ότι κάθε τι που μας συμβαίνει, είναι ένα διδακτικό μάθημα που συνεισφέρει στην εξέλιξη μας. Κάθε πόνος, κάθε δάκρυ, κάθε στεναχώρια, δεν είναι παρά ένας βράχος στη  ροή του ποταμού της ζωής και υποκρύπτει μια προσκόλληση που εμποδίζει την ελεύθερη ροή του. Κάποιες φορές μάλιστα ο βράχος αλλάζει τη ροή του ποταμού διευκολύνοντας τη διέξοδό του προς τη θάλασσα. Αυτός είναι ο ύψιστος και αμείλικτος νόμος της ζωής. Αλλοίμονο σε εκείνους που αγκιστρώνονται σε ανθρώπους, σε  καταστάσεις ή γεγονότα, προβάλλοντας υποκριτικές δικαιολογίες για να μην αλλάξουν,  αρνούμενοι να κυλίσουν στο ρεύμα του μεγάλου ποταμού της εξέλιξης. Οτιδήποτε εμποδίζει αυτή τη ροή θα παραμεριστεί σύντομα χωρίς έλεος. Το ποτάμι θα καταλήξει έτσι κι αλλιώς στη θάλασσα. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να το καθυστερήσουμε. Και να υποφέρουμε.


Σφάλισα αυτή την πόρτα πίσω μου μια για πάντα. Κι έφυγα ! Έφυγα μην αντέχοντας την  υποκρισία, την ματαιοδοξία, το ψέμα και την ασυνειδησία στη ζωή μου. Ήλθε η ώρα να αλλάξω στάση ζωής. Έφυγα κι άφησα πίσω μου το παλιό, το νεκρό, το χιλιοειπωμένο που δεν γίνεται ποτέ πράξη, που δεν οδηγεί πουθενά. Δεν άκουσα παρά τα σπλάχνα μου που με καλούσαν να προχωρήσω. Υπάρχει μια αλάνθαστη φωνή μέσα μας που όταν την ακούσουμε δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία για το τι πρέπει να κάνουμε. Γύρισα τα νώτα μου στο σκοτάδι για να αναζητήσω το αληθινό φως. Ίσως βέβαια η πράξη μου αυτή να θεωρήθηκε φυγή και να πλήγωσε κάποιους συνοδοιπόρους. Λυπήθηκα στην αρχή γι’ αυτούς που δε θέλουν να δουν το προφανές. Τι πλήγωσα όμως στα αλήθεια; Τίποτα παραπάνω από το εγωκεντρικό και το ψεύτικο που επιμένει να ζει μέσα τους και με επιθανάτια αγωνία προσπαθεί να διατηρήσει τα ηνία. Ίσως, σκέφτομαι, να δημιουργήθηκε με αυτό το πλήγμα μια δυνατότητα, ένα ρήγμα, ένα άνοιγμα ώστε να εισέλθει μια ακτίνα από το άσβεστο φως της αλήθειας, ενώ συγχρόνως ελευθέρωσα τον εαυτό μου από την λανθασμένη αυτή προσκόλληση που με κρατούσε πίσω. Είναι εγκληματικό να συντηρεί κανείς το κατώτερο ον μέσα στον εαυτό του ή μέσα στους άλλους. Οφείλει να το σκοτώσει το συντομότερο δυνατόν. Ας αδράξουμε αυτή την ευκαιρία λοιπόν κι ας πορευτούμε εν ειρήνη. 




Τώρα, ελεύθερος πια από σκονισμένες αλυσίδες και κούφιους,  ολοφάνερα ματαιόδοξους, χωρίς αντίκρισμα χαρακτηρισμούς, παρακολουθώ με έκπληξη, ταπεινότητα κι ευγνωμοσύνη τα θαύματα που ο ποταμός της ζωής απλόχερα ξεδιπλώνει καθημερινά μπροστά μου. Ευχαριστώ…



Υ.Γ.

Από ότι σε σκλαβώνει, 
από ότι σε σκοτώνει, 
από ότι σε περιορίζει, 
από ότι σε ελαττώνει από αυτό που αληθινά είσαι…


Απομακρύνσου !


Η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση είναι ότι υπάρχει ακόμη χρόνος.
Δεν υπάρχει.

Σπάσε τις αλυσίδες σου τώρα κι άσε το ποτάμι της ζωής να σε παρασύρει.


Συνοδοιπόροι είμαστε με τον ίδιο προορισμό...
You might also like:

Επιθυμίες

Επιθυμίες


Δεν πρέπει να καταστρέφουμε αυτά που έχουμε και να επιθυμούμε αυτά που δεν έχουμε, αλλά να θυμόμαστε πως ό,τι έχουμε ήταν αυτό που κάποτε ευχόμασταν.

Επίκουρος, 341-270 π.Χ., Αρχαίος Φιλόσοφος


Μπορεί η μέρα να ήταν δύσκολη (επαγγελματικά) αλλά επιστρατεύοντας το σθένος που χρειάστηκε ο Ηρακλής για να επιτύχει και τους 12 άθλους του κατάφερα όχι μόνο να ανταπεξέλθω αλλά και να κάθομαι τώρα μπροστά στον υπολογιστή ακούγοντας το CD της ΑΝΑΕΛ και να γράφω στο blog μας. Δεν ξέρω αν διακρίνετε μια υπέρμετρη δόση ευθυμίας στο γράψιμό μου. Αν ναι, σωστά τη διακρίνατε και υπεύθυνες πρέπει να είναι κάποιες μπύρες που κατανάλωσα μαζί με τους συνεργάτες μου στο τέλος της κοπιαστικής αυτής μέρας. Δεν είναι βλέπετε εύκολο παρ’ ότι σήμερα μείωσα κατά σαραντατρία ολόκληρα έτη το συνολικό χρονικό διάστημα της τρέχουσας ενσάρκωσής μου να σταματήσω όπως λέει η Χριστίνα να παρασύρομαι από τις μορφές, τις προσκολλήσεις και τις επιθυμίες μου.

Και γιατί να το κάνω άλλωστε. Μπορεί η Κέλλυ να επιμένει ότι ο Κρισναμούρτι μας είπε πως η Αλήθεια είναι μια χώρα χωρίς δρόμους και δεν μπορείς να την πλησιάσεις με οποιοδήποτε μονοπάτι αλλά εγώ εξακολουθώ να είμαι οπαδός της άποψης ότι ο συντομότερος δρόμος προς τον προορισμό μας (αν υπάρχει κανένας) είναι η πλήρης ικανοποίηση όλων των επιθυμιών μας. Κάντε μου την τιμή να με ακούσετε, στο κάτω κάτω γενέθλια έχω σήμερα …

Η επιθυμία έχει μια περίεργη θέση στην καρδιά μας, γιατί παρόλο που ο καθένας μας προχωρεί στη ζωή επιθυμώντας το ένα πράγμα μετά το άλλο, τις παλιές του επιθυμίες τις αποδιώχνει σαν να μην είχαν ποτέ σημασία. Οι επιθυμίες δεν τελειώνουν ποτέ, ανεξάρτητα από το πόσες από αυτές εκπληρώνονται και την ίδια στιγμή, καμιά τους δεν αρκεί τόσο ώστε να μας κάνει να αφήσουμε οριστικά πίσω μας τις επιθυμίες.

Είμαστε άνθρωποι και είναι στη φύση μας να θέλουμε όλο και περισσότερα. Οι επιθυμίες μας οδηγούν στη ζωή μας μέχρι να έρθει η στιγμή να επιθυμήσουμε μια ανώτερη ζωή. Επομένως ας μη ντρεπόμαστε που θέλουμε τόσα πολλά, αλλά ας μη ξεγελαστούμε και πιστέψουμε ότι αυτό που θέλουμε σήμερα θα είναι αρκετό αύριο.

Το ότι οι επιθυμίες δεν τελειώνουν ποτέ είναι προφανές, κι όμως το γεγονός αυτό δεν εμπόδισε πολλούς ανθρώπους, συχνά πολύ πνευματικούς ανθρώπους, από το να προσπαθήσουν να τις απαρνηθούν. Στη Δύση οι Χριστιανοί καταδικάζουν τις αδυναμίες της σάρκας, λόγω των κατωτέρων ενστίκτων της. Στην Ανατολή ο Βουδισμός κατηγορεί την επιθυμία ως ρίζα του ατέρμονα κύκλου της ηδονής και του πόνου. Υπάρχει όμως λόγος να επικρίνουμε την επιθυμία ;

Η επιθυμία οδηγεί τους ανθρώπους σε κάθε είδος αναταραχή, αλλά το να έχουμε επιθυμίες είναι μέρος του σχεδίου του Θεού. Η επιθυμία τυφλώνει τους ανθρώπους και τους κάνει εγωιστές. Προκαλεί βία. Δημιουργεί άγνοια και στρέφει τον ένα εναντίον του άλλου.



Όλα αυτά είναι οι τρόποι με τους οποίους χρησιμοποιείται η επιθυμία. Υπάρχει όπως πάντα ένα μυστήριο που μόνο ο αναζητητής μπορεί να το λύσει. Η επιθυμία είναι καλή ή κακή ; Ή τίποτα από τα δύο ; Θα σας δώσω ένα στοιχείο : για να ανακαλύψουμε την αληθινή φύση της επιθυμίας, χρειάζεται να ξεκινήσουμε χωρίς κρίσεις. Να τιμάμε κάθε μας επιθυμία όποια και να είναι. Να τις φυλάμε όλες στοργικά μέσα στην καρδιά μας. Να μην αγωνιζόμαστε για να πάρουμε αυτό που θέλουμε αλλά να εμπιστευόμαστε το ανώτερο πνεύμα μας που μας φύτεψε αυτή την επιθυμία στην καρδιά μας και να αφήνουμε εκείνο να την πραγματοποιήσει. Ίσως τότε να ανακαλύψουμε ότι το κακό σε σχέση με την επιθυμία δεν είναι η ίδια η επιθυμία αλλά ο αγώνας των ανθρώπων για να την εκπληρώσουν.

Ο μύστης δεν αγωνίζεται για να αποκτήσει αυτά που θέλει, για να αρπάξει, να νικήσει, να κατακτήσει, γιατί βλέπει την ευρύτερη εικόνα που του απλώνει μπροστά του το πνεύμα.

Όταν την δούμε όπως πραγματικά είναι, η επιθυμία εκφράζει την τελική ανάγκη να ενωθούμε ξανά με την τελειότητα. Από την ώρα που γεννηθήκαμε δεν υπήρξε ποτέ καμιά ελπίδα ότι θα νιώσουμε πληρότητα από τα κατορθώματα ή τα αποκτήματα ή το κύρος. Τίποτα το εξωτερικό δε θα μπορούσε ποτέ να μας δώσει πληρότητα.

Γιατί τότε ο Θεός δημιούργησε τόσο πολλά αντικείμενα επιθυμίας ;

Γιατί όχι ; Τι το κακό έχει το να θέλουμε περισσότερα από αυτό τον κόσμο, εάν αξίζουν να τα θέλουμε. Η επιθυμία είναι η προθυμία να δεχτούμε αυτά που ο Θεός θέλει να μας δώσει. Τούτος ο κόσμος είναι ένα δώρο. Δεν εξανάγκασε κανείς τον Δημιουργό να τον δημιουργήσει. Η δυνατότητα του Θεού να μας προσφέρει περιορίζεται μόνο από την ικανότητα μας να δεχτούμε.
Γιατί όμως ο Θεός δεν μας έδωσε ένα μονοπάτι που να οδηγεί κατευθείαν σε εκείνον;

Μας το έδωσε. Το μονοπάτι αυτό είναι η επιθυμία, γιατί δεν υπάρχει ταχύτερος δρόμος για να φτάσουμε στο Θεό από τις επιθυμίες και τις ανάγκες μας. Γιατί να μας δώσει ο Θεός κάτι πριν ακόμα το επιθυμήσουμε ; Όταν εξετάζεις τις επιθυμίες σου και τις κατακρίνεις, αναρωτήθηκες ποτέ γιατί το κάνεις ; Όταν κατακρίνεις τις επιθυμίες κατακρίνεις την πηγή τους, που είσαι εσύ ο ίδιος. Όταν φοβάσαι τις επιθυμίες σου τότε φοβάσαι τον ίδιο σου τον εαυτό.

Το πρόβλημα δεν είναι οι επιθυμίες αλλά τι συμβαίνει όταν οι επιθυμίες εμποδίζονται ή αποτρέπονται. Τότε ξεκινά η επίκριση και ο αγώνας. Αν μπορούσαμε να βρούμε έναν τρόπο να εκπληρώνονται όλες μας οι επιθυμίες θα βλέπαμε ότι χωρίς επιθυμίες δεν είναι δυνατόν να εξελιχθούμε. Φανταστείτε τον εαυτό σας σαν ένα μικρό παιδί που δε θα ήθελε ποτέ τίποτε άλλο από το να παίζει με τα παιχνίδια του. Αν δεν αναδυόταν όλο και καινούργιες επιθυμίες από μέσα σας, θα μένατε παγιδευμένοι για πάντα στην ανωριμότητα.

Ζούμε σήμερα σε μια κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι έχουν την δυνατότητα να έχουν όλο και περισσότερα υλικά αγαθά. Το τελικό αποτέλεσμα ωστόσο δεν μας έκανε απόλυτα ευτυχισμένους. Πολύ συχνά αυτό που κρύβεται πίσω από την ευμάρεια είναι το πνευματικό κενό. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι ντροπή να θέλουμε ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, έναν τραπεζικό λογαριασμό. Το πνευματικό κενό δε δημιουργείται επειδή επιθυμούμε υλικά αγαθά. Δημιουργείται επειδή στρεφόμαστε προς τα εξωτερικά πράγματα και έχουμε την προσδοκία να κάνουν για μας κάτι που δεν μπορούν να κάνουν.
Δεν υπάρχει τίποτα εκεί έξω που να μπορεί να καλύψει τις πνευματικές μας ανάγκες.
Το ρητό που λέει ότι ένας πλούσιος έχει την ίδια πιθανότητα να εισέλθει στον παράδεισο όσο και μια καμήλα να περάσει από το μάτι της βελόνας, δεν αποτελεί καταδίκη του πλούτου. Απλώς υπογραμμίζει ότι τα χρήματα δεν έχουν πνευματική αξία. Δεν είναι αυτά η πύλη που οδηγεί στον παράδεισο.

Οι μύστες μας δίδαξαν ότι χρειάζεται να θεωρούμε την επιθυμία ως μονοπάτι. Στην αρχή οι επιθυμίες στρέφονται γύρω από την ηδονή ή την επιβίωση ή την ισχύ. Αλλά με τον καιρό το μονοπάτι της επιθυμίας οδηγεί πέρα από αυτές τις ανταμοιβές. Αυτές οι επιθυμίες δεν είναι κατώτερες, είναι απλώς πρώιμες. Ακριβώς όπως ένα παιδί ξεπερνά τα παιχνίδια του σε κάποια ηλικία, η επιθυμία για όλο και περισσότερα οδηγεί τελικά τον άνθρωπο σε ένα φυσικό στάδιο όπου η επιθυμία για το Θεό αποκτά ζωτική σημασία.

Ας μην ανησυχούμε για το πώς θα γίνουμε αναζητητές του Θεού. Υπήρξαμε αναζητητές Του από την ώρα που γεννηθήκαμε, μόνο που στην αρχή ο Θεός που αναζητούσαμε ήταν τα παιχνίδια, ύστερα η αποδοχή των άλλων, ύστερα το ερωτικό σμίξιμο, ή τα χρήματα ή η ισχύς. Όλα αυτά τα υπεραγαπούσαμε ή τα επιθυμούσαμε με πάθος. Να χαίρεστε αυτές τις προσωρινές επιθυμίες, αλλά να είστε προετοιμασμένοι να τις απαρνηθείτε. Το μεγάλο πρόβλημα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε δεν είναι η επιθυμία, αλλά η προσκόλληση, το γάντζωμα από κάτι που η ροή της ζωής, θέλει να το αφήσουμε να φύγει.
.

Το μονοπάτι της επιθυμίας είναι εξαιρετικά ισχυρό και δεν τελειώνει ποτέ. Μόνο τα αντικείμενα της επιθυμίας μετατοπίζονται και μεταβάλλονται. Στο βαθύτερο τους επίπεδο, οι επιθυμίες μας περιέχουν την εξελικτική ώθηση της ίδιας της ζωής. Το να θέλεις να ζεις δεν είναι απλώς ένα ένστικτο επιβίωσης, είναι ένα μονοπάτι που ξεδιπλώνεται μπροστά σου. Δεν αρέσει στη ζωή να εμποδίζεται. Τα προβλήματα με τις επιθυμίες αρχίζουν όταν μπει στο δρόμο τους κάποιο εμπόδιο.

Ένα υγιές βρέφος μαθαίνει ότι αυτό που θέλει είναι καλό όταν η μητέρα του χαίρεται να εκπληρώσει αυτή του την ανάγκη. Εάν δημιουργηθεί γρήγορα μέσα του ένα θετικό πρότυπο επιθυμίας, τότε το βρέφος θα μεγαλώσει έχοντας φυσιολογικές επιθυμίες που ταιριάζουν με τις αληθινές του ανάγκες. Στην πραγματικότητα μπορούμε να πούμε ότι ένα άτομο είναι ψυχικά υγιές όταν οι επιθυμίες του το κάνουν ευτυχισμένο. Αν όμως εντυπωθεί στο βρέφος η αντίθετη ιδέα, δηλαδή ότι πρέπει να ντρέπεται για τις επιθυμίες του και να είναι απρόθυμο να τις εκπληρώσει, τότε η επιθυμία δεν αναπτύσσεται με υγιή τρόπο. Μεγαλώνοντας, ένας τέτοιος ενήλικας θα αναζητά πάντα την εκπλήρωση στον εξωτερικό κόσμο, λαχταρώντας περισσότερη ισχύ, περισσότερα χρήματα ή περισσότερο σεξ για να γεμίσει το κενό που δημιουργήθηκε από την αίσθηση που απέκτησε για τον εαυτό του ως βρέφος – η ίδια αίσθηση της ύπαρξης του κρίνεται από τον ίδιο ως λανθασμένη.

Σε ακραίες περιπτώσεις, η επιθυμία διαστρεβλώνεται τόσο πολύ, ώστε η ανάγκη για την εκπλήρωσή της μετατρέπετε σε ανάγκη για να σκοτώσουμε, για να κλέψουμε, να δράσουμε με βιαιότητα και ούτω καθεξής. Αυτές οι επιθυμίες προκαλούν ανείπωτο κακό, τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Όμως κανένας δεν ξέρει, βλέποντας ένα δολοφόνο ή ένα ληστή, σε πιο σημείο ξεστράτισαν οι αξίες του. Για το μύστη, όλες οι επιθυμίες εκπορεύονται από το ίδιο μέρος, από το σημείο όπου η ζωή επιθυμεί απλώς να εκφράσει τον εαυτό της. Η καταπίεση ή η καταδίκη της επιθυμίας είναι αυτή που δημιουργεί το πρόβλημα. Οι μη υγιείς εκδηλώσεις της επιθυμίας αντανακλούν την έλλειψη υγείας ενός ψυχισμού που αναζητά απεγνωσμένα να γνωρίσει τον εαυτό του, όπως όλοι μας, αλλά – τουλάχιστον προς το παρόν – έχει αποτύχει.

Επομένως, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να συμφιλιωθούμε με την φύση των επιθυμιών μας, να συνειδητοποιήσουμε ότι μέσα στο θεϊκό σχέδιο όλες μας οι επιθυμίες προορίζονται να εκπληρωθούν. Ο Θεός δεν μας εμποδίζει να έχουμε οτιδήποτε από αυτά που θέλουμε και όλα όσα θέλουμε. Εμείς δημιουργούμε τα εμπόδια, επειδή στο βάθος δεν πιστεύουμε ότι αξίζουμε να τα έχουμε. Αυτού του είδους η αυτοκριτική δημιουργεί εμπόδια στη φυσική ροή της ζωής, αλλά μόλις αυτά απομακρυνθούν, η επιθυμία γίνεται απόλαυση, γιατί είναι ο πιο σύντομος και ο πιο φυσικός δρόμος προς τον Θεό. Καμιά επιθυμία δεν είναι ασήμαντη, επειδή όλες διαθέτουν ένα πνευματικό μήνυμα. Καθεμιά είναι ένα μικρό σκαλί που οδηγεί στην ημέρα όπου θα επιθυμήσουμε την ανώτατη εκπλήρωση, που είναι να γνωρίσουμε την δική μας θεϊκή φύση.


Αλλά αρκετά σας κούρασα … Πάω για μπύρες !

Στην υγειά σας ...


You might also like:

Τα όρια της αλήθειας

Τα όρια της αλήθειας


Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπάρχει αλήθεια. Ό,τι κι αν νοιώθουμε, σκεφτόμαστε ή ακούμε είναι μόνο ένα μέρος, από το “πιθανό”. Δεν αφορά ποτέ ολόκληρη την αλήθεια. Γι’ αυτό δεν μας χρησιμεύει σε τίποτα να θαυμάζουμε τη σοφία κάποιου άλλου ή να είμαστε πολέμιοι των νέων ιδεών, δημιουργώντας έτσι εσωτερικές ή εξωτερικές μορφές αυθεντίας και εξουσίας. Δεν υπάρχει απολύτως καμιά αυθεντία. Η πιο καταστροφική αυθεντία είναι το μυαλό που έχει καθένας μας και οι ταυτίσεις του. Όλοι θέλουμε τόσο πολύ να πιστέψουμε στην ύπαρξη της απόλυτης αλήθειας, μόνο και μόνο για να σταματήσουμε τη διαδικασία του θανάτου. Εάν λοιπόν η απόλυτη αλήθεια δεν υπάρχει, τότε, θα πρέπει να ζούμε την κάθε στιγμή, έτοιμοι να αποποιηθούμε τα πάντα την επόμενη στιγμή, ακριβώς επειδή οτιδήποτε ακούμε είναι μόνον ένα μέρος της αλήθειας. Εφόσον παραδεχόμαστε ότι δεν υπάρχει η απόλυτη αλήθεια, τότε, υπάρχει μια διαρκής κίνηση θανάτου. Πρέπει να είμαστε σε απόλυτη εγρήγορση. Δεν μπορούμε να αποκοιμηθούμε, επειδή πρέπει να ζήσουμε με την ανασφάλεια, που είναι αγάπη.
.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Τα χαρίσματα θεραπεύουν»
του Manuel Schoch




Κι άξαφνα η μνήμη μου αρχίζει να σβήνει κι ο νους μου να θολώνει. Όλα όσα πίστευα, όλα όσα έγραφα εξαφανίζονται. Κάρμα και ντάρμα, τσάκρας και μετενσάρκωση, αύρες κι αστρικά σώματα, θεός και διάβολος, καλό και κακό. Όλες οι παλιές δομές που είχα υιοθετήσει, τα πιστεύω κι οι συνήθειές μου νιώθω τώρα να γκρεμίζονται. Δεν έχω να πω ή να γράψω τίποτα πια. Ο νους μου έγινε ανοιχτός ουρανός κι άγραφος πίνακας και με έκπληξη παρακολουθεί όσα γύρω του διαδραματίζονται. Αισθάνομαι ότι ολόκληρο το είναι μου αναδιαρθρώνεται. Φοβάμαι κι αναγνωρίζω την προέλευση αυτού του φόβου. Ο φόβος της αλλαγής, της αποκόλλησης από τις νεκρές συνήθειες, ο φόβος της μεταμόρφωσης, ο φόβος του θανάτου. Παρατηρώντας αυτόν τον φόβο νιώθω εσωτερική γαλήνη κι ευδαιμονία. Οι εσωτερικοί μου δαίμονες αρχίζουν να εξευμενίζονται… Απλώς είμαι, απλώς υπάρχω κι έκπληκτος περιμένω να αντικρύσω την επόμενη στιγμή, το επόμενο θαύμα.



Συνοδοιπόροι είμαστε με τον ίδιο προορισμό...

Δεν υπάρχει δρόμος

Δεν υπάρχει δρόμος

Στο μυθιστόρημά του, «Σιντάρτα», ο Χέρμαν Έσσε αφηγείται τη συνάντηση του πρωταγωνιστή με τον Βούδα, τον οποίο επικρίνει ότι επιδιώκει, μέσα από το δόγμα, να οδηγήσει τους άλλους σε στάδια εξέλιξης που μπορούν να επιτύχουν μόνο με τη δική τους προσπάθεια:
«…δεν αμφέβαλλα ούτε στιγμή ότι ήσουν ο Βούδας και είχες επιτύχει τον υπέρτατο στόχο, τον οποίο φιλοδοξούν να φτάσουν τόσες χιλιάδες βραχμάνοι και παιδιά βραχμάνων. Κατάφερες να λυτρωθείς από τον θάνατο. Και την λύτρωση αυτή, προϊόν των αναζητήσεων που έφερες εις πέρας στον δικό σου δρόμο, την κατόρθωσες μέσα από τη σκέψη, τον διαλογισμό, την γνώση και τη φώτιση. Όχι μέσα από ένα δόγμα! Κατά την γνώμη μου, ω Υπέρτατε, κανένας δε φτάνει στη λύτρωση μέσα από ένα δόγμα. Σε κανέναν, ω Σεβάσμιε, δε θα μπορέσεις να μεταδώσεις με λόγια και μέσω ενός δόγματος αυτό που σου συνέβη τη στιγμή ακριβώς της Φώτισής σου!».



Ο Σκοτ Πεκ στο βιβλίο του «Ο δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος», προειδοποιεί τον αναζητητή ότι τίποτα δεν είναι εύκολο όταν βγαίνει από την πεπατημένη:
«Είναι ανθρώπινο –και σοφό- να φοβόμαστε το άγνωστο, τουλάχιστον να είμαστε λιγάκι επιφυλακτικοί όταν προχωράμε σε μια περιπέτεια. Όμως, μόνο από τις περιπέτειες μαθαίνουμε σπουδαία πράγματα».
Το βιβλίο του εξηγεί ότι η προσωπική εξέλιξη είναι πολύ σκληρή και πολύπλοκη δουλειά, που διαρκεί όλη τη ζωή. Ένας δρόμος όπου δεν υπάρχουν αρκετά μονοπάτια, κυρίως επειδή τον ανοίγουν, βήμα, βήμα, οι πατημασιές του ίδιου του οδοιπόρου. Ωστόσο, σε αυτόν τον τρόπο μετάβασης προς το άγνωστο υπάρχει πολλή σοφία και αποτελεσματικότητα:
«Οι εξαιρετικότερες στιγμές μας είναι πιο πιθανό να λαμβάνουν χώρα όταν αισθανόμαστε βαθιά καταρρακωμένοι, δυστυχείς και ανικανοποίητοι. Αφού είναι μόνο σε αυτές τις στιγμές που, ωθούμενοι από το ανικανοποίητο, είμαστε ικανοί να βγούμε από τον δρόμο τον πεπατημένο και να αρχίσουμε να ψάχνουμε πιο αληθινές απαντήσεις σε άλλα μονοπάτια».





Εσύ έχεις το δρόμο σου.
Εγώ έχω τον δρόμο μου.
Όσο για τον σωστό και μοναδικό δρόμο,
είναι κάτι που δεν υπάρχει.
Νίτσε




«Η αλήθεια είναι μια χώρα χωρίς κανέναν δρόμο προς αυτήν. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να έρθει σε αυτήν μέσα από οποιονδήποτε οργανισμό, οποιοδήποτε «πιστεύω» οποιοδήποτε δόγμα, ιερωμένο ή τελετουργία ούτε μέσα από φιλοσοφική γνώση και ψυχολογικές τεχνικές. Πρέπει κανείς να τη βρει στον καθρέπτη στον σχέσεων, μέσα από την παρατήρηση και όχι μέσα από την διανοητική ανάλυση ή ενδοσκοπική ανατομία»
Τζίντου Κρισναμούρτι


Συνοδοιπόροι είμαστε με τον ίδιο προορισμό...
You might also like:

Ο φόβος της αγάπης

Ο φόβος της αγάπης




Λες πως θέλεις να αγαπήσεις και να αγαπηθείς αληθινά αλλά δεν τολμάς. Η αλήθεια είναι ότι φοβάσαι την αγάπη. Το να αγαπήσεις βαθιά είναι επικίνδυνο. Η βαθιά αγάπη οδηγεί στην τρέλα και στο χάσιμο των ορίων του εαυτού σου. Σε αποδιοργανώνει και σε φοβίζει θανάσιμα. Σου θυμίζει την θεότητά σου και τον ολόκληρο εαυτό σου. Σε παρασέρνει σε παράλογες πράξεις, σε κάνει να βάζεις διαφορετικές προτεραιότητες, σε ωθεί να γίνεις διαφορετικός και δεν το αντέχεις. Φοβάσαι να ορίσεις τον εαυτό σου με άλλο τρόπο. Φοβάσαι την ελευθερία και την αναρχία της αληθινής αγάπης γιατί στηρίζεις την ύπαρξή σου στα περιορισμένα σου όρια. Αντιστέκεσαι σε ότι έχει τη δύναμη να σου γκρεμίσει αυτά τα τείχη. Νομίζεις πως είσαι ελεύθερος, είτε μοιράζοντας το σώμα σου δεξιά κι αριστερά, είτε απέχοντας πλήρως από τις ερωτικές σχέσεις.
.

.
Όμως, οι άνθρωποι που αποφεύγουν την αγάπη είναι αυτοί που έχουν τις μεγαλύτερες αλυσίδες στα πόδια τους. Είναι κρυμμένοι πίσω από όλες τις κουλτούρες και τις θρησκείες. Είναι αυτοί που είναι άψογα οργανωμένοι, προγραμματισμένοι και λογικοί. Όταν η αγάπη τους χτυπάει την πόρτα βρίσκουν χιλιάδες δικαιολογίες για να την αρνηθούν. Δεν είναι η κατάλληλη εποχή λένε, δεν είναι έτοιμοι, έχουν άλλες προτεραιότητες… Αν κοιτάξεις όμως τα μάτια τους, θα δεις τις σιδερένιες μπάρες της φυλακής μέσα σ’ αυτά. Έχουν ξεχάσει να αγαπούν και προστατεύονται μέσα στη νεκρή ασφάλεια της αποφυγής της αγάπης, γιατί δεν θέλουν να αλλάξουν. Έχουν ξεχάσει την ευδαιμονία της αγάπης και προτιμούν την κανονική μονότονη ρότα της ζωής τους.
.

.
Φοβούνται κι έτσι είναι προσκολλημένοι δήθεν στη μη προσκόλληση. Άλλωστε και η μανία τους να ελευθερωθούν μέσα από το σεξ και τις πολλαπλές σχέσεις δεν είναι προσκόλληση; Και η μανία των αγάμων να ελευθερωθούν μέσα από την αποχή δεν είναι κι αυτή προσκόλληση; Η μη προσκόλληση δεν είναι ιδέα, δεν είναι φιλοσοφία, δεν είναι θρησκεία. Η μη προσκόλληση είναι κατάσταση ύπαρξης. Δεν έχει καμιά σημασία αν είσαι πολυγαμικός, μονογαμικός, ή άγαμος. Όλα αυτά τα μοντέλα χρησιμοποιούνται για να καταλήξουν κάπου. Αν καταλήξεις εκεί που θέλεις, τότε τα μοντέλα είναι άχρηστα. Οι γιογκικές θρησκείες διδάσκουν τη μη προσκόλληση κρατώντας σε μακριά από τα ανθρώπινα. Οι ταντρικές θρησκείες διδάσκουν την μη προσκόλληση κρατώντας σε μέσα στα ανθρώπινα. Η μη προσκόλληση όμως δεν επιτυγχάνεται με καμιά μέθοδο και κανέναν τρόπο. Η μη προσκόλληση είναι κατάσταση της ύπαρξης. Μέχρι να φτάσεις στο σπίτι σου, θα δοκιμάσεις όλα τα μέσα στη διαδρομή. Αλλά κανένα από τα μέσα που χρησιμοποιείς δε θα σε οδηγήσει πουθενά γιατί το σπίτι σου είναι εκεί που στέκεσαι αυτή τη στιγμή. Το σπίτι σου είσαι μόνον εσύ.
.


Συνοδοιπόροι είμαστε με τον ίδιο προορισμό...

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ

ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ




Δύο ποίηματα
(Αλμπέρτο Καέιρο)

Ασύνδετα Ποιήματα

Όταν θα ξαναδώ την άνοιξη
Μπορεί πια να μη βρίσκομαι σ’ αυτό τον κόσμο.
Και τι δεν θα’ δινα για να’ ναι η άνοιξη άνθρωπος
Και να μπορώ να σκέφτομαι πως θα ’κλαιγε
Γιατί έχασε το μοναδικό της φίλο.
Αλλά η άνοιξη δεν είναι κάποιο πράγμα:
Είναι ένας τρόπος του λέγειν.
Μήτε τα άνθη ξανάρχονται, μήτε τα πράσινα φύλλα.
Καινούργια είναι τα άνθη, καινούργια τα πράσινα φύλλα
Άλλες οι γλυκές μέρες.
Τίποτα δεν επιστρέφει, τίποτα δεν επαναλαμβάνεται, γιατί όλα είναι πραγματικά.
    *
Αν σαν έρθει η άνοιξη,
Έχω ήδη πεθάνει
Τα λουλούδια το ίδιο θα ανθίσουν
Και τα δέντρα το ίδιο πράσινα θα’ ναι με την περασμένη άνοιξη.
Η πραγματικότητα δεν με χρειάζεται.
Αισθάνομαι χαρά απέραντη
Σαν σκέφτομαι πως ο θάνατός μου δεν έχει σημασία καμιά.
Αν ήξερα πως αύριο θα πεθάνω
Και η άνοιξη θα’ ρχόταν μεθαύριο
Θα πέθαινα ευτυχής, γιατί θα’ ρχόταν μεθαύριο.
Αν τότε είναι η ώρα της, στην ώρα της δεν πρέπει να’ ρθει;
Χαίρομαι που όλα είναι πραγματικά και καθώς πρέπει
Και χαίρομαι γιατί έτσι θα ήταν, ακόμη κι αν δεν χαιρόμουν.
Γι αυτό αν πεθάνω τώρα, θα πεθάνω ευχαριστημένος,
Γιατί όλα είναι πραγματικά και καθώς πρέπει.
Μπορούν στα λατινικά να προσεύχονται πάνω απ’ το φέρετρό μου, αν τους αρέσει.
Κι αν τους αρέσει, ας χορεύουν κι ας τραγουδούν ολόγυρά του.
Δεν έχω προτιμήσεις για όταν πια δεν θα μπορώ να έχω προτιμήσεις.
Ότι γίνει, όταν θα γίνει, θα είναι αυτό που είναι.
    *
Αν σαν πεθάνω, θελήσουν να γράψουν τη βιογραφία μου,
Τίποτα πιο απλό.
Έχει μόνο δυο ημερομηνίες –της γέννησης και του θανάτου μου.
Ανάμεσα στη μια και την άλλη όλες οι μέρες είναι δικές μου.
Είμαι εύκολος στον ορισμό μου.
Έζησα σαν καταραμένος.
Αγάπησα τα πράγματα χωρίς καμία συναισθηματικότητα.
Ποτέ δεν είχα επιθυμία που δεν μπόρεσα να πραγματοποιήσω, γιατί δεν τυφλώθηκα ποτέ.
Ακόμη και το ακούω ήταν πάντα για μένα συνοδευτικό του βλέπω.
Κατάλαβα ότι τα πράγματα είναι πραγματικά και διαφορετικά όλα μεταξύ τους.
Το κατάλαβα με τα μάτια, ποτέ με τη σκέψη.
Αν το καταλάβαινα με τη σκέψη θα ήταν σαν να τα ’βρισκα όλα ίδια.
Μια μέρα με τύλιξε ο ύπνος σαν οποιοδήποτε παιδί.
Έκλεισα τα μάτια και κοιμήθηκα.
Πέραν αυτού, είμαι ο μοναδικός ποιητής της Φύσης.
..............................................................................................


Φερνάντο Πεσσόα

Παραίτηση

Πάρε με, ω νύχτα αιώνια, στην αγκαλιά σου
Και γιο σου ονόμασέ με.
   Είμαι ένας βασιλιάς
Που με τη θέλησή μου εγκατέλειψα
Το θρόνο μου, από όνειρα και κούραση φτιαγμένο.
Το σπαθί μου, βαρύ για τα κουρασμένα μπράτσα μου,
 Σ’ αρρενωπά κι ήρεμα χέρια παρέδωσα.
Σκήπτρο και στέμμα –τα ’φησα
Στον προθάλαμο, στο δάπεδο κομμάτια.
Την πανοπλία μου, τόσο ανώφελη,
Τα σπιρούνια μου, με το μάταιο κουδούνισμά τους
Τ’ άφησα πάνω στα κρύα σκαλοπάτια.
Αποδύθηκα την πραγματικότητα, ψυχή τε και σώματι,
Κι επέστρεψα στην κρύα και ήρεμη νύχτα
Σαν το τοπίο όταν αργοπεθαίνει η μέρα.
Fernando Pessoa
Μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα




Εισαγωγή Αλέξανδρου Βέλιου

Στον καθέναν από εμάς κατοικοεδρεύουν (ενε­δρεύουν) πολλοί άνθρωποι, διαφορετικοί και μά­λιστα αντίθετοι μεταξύ τους. Η αναζήτηση του εγώ γίνεται έτσι μια επίπονη διαδικασία, ένα τσουχτερό ψηλάφισμα στα τυφλά, μια διαδρομή όλο επτασφράγιστες πόρτες, σκοτεινές γωνιές, παραμορφωτικούς καθρέφτες, μια επώδυνη ιχνη­λασία της εσωτερικής μας κατωκημένης χώρας. Ποιος είμαι; Ποιοι είμαστε; Ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες, αποκρίθηκε, περί το 1930, ο Πιραντέλλο. Ο Μπόρχες, ο Βαλερύ, ο Κάφκα, μεταξύ άλλων -για να μείνουμε στη λογοτεχνία-, έδωσαν με το έργο τους ο καθένας τις δικές του απαντή­σεις (απαντήσεις! Πρόκειται μάλλον για αποκρυ­στάλλωση ερωτημάτων, για εκγυμνάσεις της συ­νείδησης). Αλλά ίσως πιο μακριά απ’ όλους, με τον πιο συστηματικό τρόπο, με την πιο ακραία ευ­αισθησία, προχώρησε στο πεδίο αυτό ο Φερνάντο Πεσσόα. Έχτισε το έργο του αρνούμενος και ταυ­τόχρονα αναζητώντας τον εαυτό του, κατασκευά­ζοντας άντ’ αυτού δεκάδες καθρέφτες επιλεκτικής αντανάκλασης, δεκάδες «πραγματικά» πρόσωπα προκειμένου να ξεφύγει από το δικό του.
Δεν είμαι τίποτα.
Ποτέ δεν θα είμαι τίποτα.
Δεν μπορώ να θέλω να είμαι τίποτα.
Εκτός αυτού, φέρω μέσα μου όλα τα όνειρα του κόσμου.
Αυτός ο Άνθρωπος με τις Μάσκες, αυτός ο Πολλαπλός Ποιητής, αυτός ο λαθρεπιβάτης του εαυτού του, υπήρξε πραγματικά; Υπήρξε ο Φερνάντο Πεσσόα;
Η «ζωή» του
«Ζωή είναι να είσαι άλλος…» Η ζωή του Πεσσόα; Αχνά αποτυπώματα μιας σκιάς — ενός διά­φανου, ασήμαντου ανθρωπάκου, ενός μεγάλου συγγραφέα που αρνήθηκε την ταυτότητα του κα­λυπτόμενος πίσω από δεκάδες «ετερώνυμους», με τη φιλοδοξία να δημιουργήσει μόνος του μια ολό­κληρη λογοτεχνία. Γεννήθηκε στη Λισσαβώνα, το 1888. Ορφάνεψε πολύ νωρίς από πατέρα. Η μητέρα του ξαναπαντρεύεται με ένα διπλωμάτη, που θα διοριστεί πρόξενος στο Ντάρμπαν της Νότιας Αφρικής. Εκεί θα μετακομίσει η οικογέ­νεια. Ο Πεσσόα θα μεγαλώσει με την αγγλοσα­ξονική παιδεία, προικισμένος μαθητής, και θα παραμείνει ως το τέλος της ζωής του ένας δί­γλωσσος ποιητής. Το 1905 η οικογένεια επιστρέ­φει στη Λισσαβώνα, απ’ όπου ο Πεσσόα δεν θα ξαναφύγει. Το 1907 εγκαταλείπει το πανεπιστή­μιο για ν’ ανοίξει ένα τυπογραφείο. Πρώτη του αποτυχία στη «ζωή». Εργάζεται ως συντάκτης-μεταφραστής εμπορικής αλληλογραφίας. Έτσι θα εξασφαλίσει εφεξής ένα στοιχειώδες εισόδη­μα, αφού αποτυγχάνουν και οι κάποιες δειλές προσπάθειες του για ακαδημαϊκή καριέρα.
Ζει αρχικά μαζί με μια γεροντοκόρη θεία και μια τρελή γιαγιά, έπειτα με μιαν άλλη θεία του, στη συνέχεια για ένα διάστημα με τη μητέρα του, χήρα για δεύτερη φορά. Τον υπόλοιπο καιρό, όπου λάχει. Μοναχικός πότης, συχνάζει σε καφε­νεία και ταβέρνες. Το 1916 το ρίχνει στον απο­κρυφισμό, σχεδιάζει να γίνει αστρολόγος. Το 1920 ερωτεύεται, ή έτσι θέλει να πιστεύει, μια νεαρούλα εμποροϋπάλληλο. Η σχέση θα είναι πλα­τωνική, σύντομη και η τελευταία του. Θα πεθάνει παρθένος (η υποβόσκουσα ομοφυλοφιλία του εκφράζεται οδυνηρά σε δύο μεγάλες ποιητικές συνθέσεις του, τη Θαλασσινή ωδή και τον Χαιρετι­σμό στον Ουίτμαν).
Συμμετέχει, ωστόσο, ενεργά στις ανανεωτικές Κινήσεις που διαπερνούν τα πορτογαλικά γράμματα την εποχή εκείνη. Πρωτοστατεί στην κυ­κλοφορία του περιοδικού Ορφέας, σημαία του μοντερνισμού, το 1917. Γράφει τα πρώτα του ποιήματα στα αγγλικά μεταξύ 1905-1908. Πρωτοδημοσιεύει κείμενα του το 1912 στο περιοδικό A Aguia, όργανο της «πορτογαλικής αναγέννησης»: μια σειρά άρθρων για την ποίηση της χώρας του. Συνδέεται με τον ποιητή Μάριο ντε Σα-Καρνέιρο. Διαποτίζεται από το συμβολισμό και το φουτουρισμό. Η έκδοση του Ορφέα τερματίζεται σύντομα εν μέσω της γενικής αποδοκιμασίας. Το 1922 θα συνεργαστεί με ένα νέο λόγο­τεχνικό περιοδικό, το Contemporanea. Είναι η περίοδος εκκόλαψης των εθνικιστικών και φιλομοναρχικών του τάσεων. Δύο ακόμη καινούργια πε­ριοδικά, το Αtena (1924) και το Presenqa (1927), (θα του δώσουν μια γέφυρα επικοινωνίας με τις νεότερες γενιές. Ο Πεσσόα αρχίζει να περικυ­κλώνει τον εαυτό του.
Αγγλομανής, παθολογικά ντροπαλός και ταυ­τόχρονα αλαζόνας, ντυμένος πάντα στα σκούρα, κοσμοπολίτης και εθνικιστής, μυωπικός και ορα­ματιστής, αιρετικός και διάφανος σαν σκιά, αποκρυφιστής και παγανιστής, ποιος είναι αυτός ο Πεσσόα που πεθαίνει το 1935, σε ηλικία 47 μόλις ετών, ξεχαρβαλωμένος απ’ το πιοτό; Πέρα από τα πολυάριθμα άρθρα και κάποια ποιήματα στα παραπάνω περιοδικά, το δημοσιευμένο έργο του αποτελείται από δύο ισχνούς τόμους με ποιήματα στα αγγλικά και ένα στη μητρική του γλώσσα (Το μήνυμα). Δεν τον ενδιέφερε να δημοσιεύει. Στο σπίτι του βρέθηκε ένα μπαούλο με περισ­σότερα από 25.000 χειρόγραφα, στα οποία ακό­μη αναδιφούν οι ειδικοί. Η σταδιακή έκδοση του έργου του άρχισε μόνο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα ο ποιητής αναπαύεται, αδιάφο­ρος, στο Μοναστήρι των Ιερωνύμων, όπου μετα­φέρθηκε ο τάφος του κατά την επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννηση του, ανάμεσα στον Καμόενς και τον Βάσκο ντε Γκάμα.
Μην προσπαθείτε να εξάγετε συμπεράσματα!
Το μοναδικό συμπέρασμα είναι ο θάνατος.
Το έργο «του»
Ο ίδιος ο Πεσσόα διηγείται ότι, παιδί ακόμα, εφεύρισκε διάφορους φανταστικούς συνομιλητές , για να διασκεδάζει τη μοναξιά του. Στο επίπεδο της λογοτεχνικής αποκρυστάλλωσης, όλα άρχι­σαν τη νύχτα της 8ης Μαρτίου 1914. Όλες τις προηγούμενες μέρες πάσχιζε μάταια να γράψει ένα ποίημα που θα το παρουσίαζε στο φίλο του Σα- Καρνέιρο με την υπογραφή ενός «βουκολι­κού ποιητή» βγαλμένου απ’ το μυαλό του. Θα επρόκειτο για φάρσα… Τη νύχτα εκείνη, περιγράφει ο ίδιος σε μιαν επιστολή του: «…πλησίασα ένα ψηλό κομό, άρπαξα μερικές κόλλες χαρτί και άρχισα να γράφω όρθιος, όπως κάνω όποτε μπό­ρώ. Κι έγραψα απνευστί κάπου τριάντα ποιήματα βυθισμένος σε ένα είδος έκστασης που αδυνατώ να περιγράψω. Αυτή υπήρξε η θριαμβευ­τική ημέρα της ζωής μου, παρόμοια ξέρω ότι δεν θα γνωρίσω. Είχα ξεκινήσει μ’ έναν τίτλο, Ο φύ­λακας τον κοπαδιού. Και όσα επακολούθησαν επέφεραν την εμφάνιση μέσα μου κάποιου, τον οποίο ονόμασα Αλμπέρτο Καέιρο. Συγχωρέστε μου την παραδοξολογία: μέσα μου είχε εμφανι­στεί ο δάσκαλος μου. Αυτό ένιωσα αμέσως. [...] Απ’ τη στιγμή που γεννήθηκε ο Καέιρο, προσπά­θησα να του βρω, συνειδητά και ασύνειδα, μερι­κούς μαθητές». Η γονιμοποίηση αυτή του πρώτου ετερώνυμου ήταν ο αρχικός και βασικός κρίκος μιας αλυ­σίδας που δεν έχει ακόμη πλήρως καταμετρηθεί.

Μέχρι στιγμής, η προσεκτική ιχνηλασία του φα­νταστικού κόσμου του Πεσσόα έχει φέρει στο φως 72 ετερώνυμους και ημι-ετερώνυμους (72 μά­σκες). Όλοι με το δικό τους ύφος, με τη δική τους βιογραφία, υπογράφουν ποιήματα, άρθρα, αποσπασματικά κείμενα. Ανάμεσα τους, οι πιο ολοκληρωμένοι είναι, μετά τον Καέιρο, ο Ρικάρντο Ρέις, νεοκλασικός ποιητής και αρχαιολάτρης φιλόλογος, εξόριστος στη Βραζιλία λόγω των φιλομοναναρχικών του πεποιθήσεων ο Άλβαρο ντε Κάμπος, ζωντανή αντίθεση του προηγούμενου, Μηχανικός και υμνητής της μοντέρνας τεχνολο­γίας με ένα ποιητικό ύφος που παραπέμπει στον ( Ουόλτ Ουίτμαν ο αγγλόφωνος Αλεξάντερ Σερτς· ο βοηθός λογιστή Μπερνάντο Σοάρες· ο ερμηνευτής και σχολιαστής τους Αντόνιο Μόρα- και ασφαλώς ο ίδιος ο Φερνάντο Πεσσόα, ο οποίος αντιμετωπίζεται στα έργα των ετερωνύμων ως ένα απλό πρόσωπο αυτής της φανταστικής κοινότη­τας που ο ίδιος δημιούργησε.
Διότι δεν πρόκειται για απλά ψευδώνυμα, αλλά για «φανταστικές προσωπικότητες που ενσαρκώ­νουν το συγγραφέα έξω από τη δική του προσωπι­κότητα», όπως το διατύπωνα ο ίδιος ο Πεσσόα, επι­σημαίνοντας: «Το αποδιδόμενο σε αυτά τα πρόσω­πα έργο γίνεται αισθητό στο πρόσωπο ενός άλλον είναι γραμμένο δραματικά. [...] Στο καθένα από αυτά έθεσα μια διαφορετική έννοια της ζωής, όλες όμως αντλούν την ουσία τους από το σπουδαίο μυ­στήριο της ύπαρξης». Ένα αυτοθρυμματισμένο εγώ που προσπαθεί να αναχθεί σ’ έναν προσωπικό γαλαξία ετερωνύμων και ημι-ετερωνύμων. Εγχείρημα που έδωσε λαβή, όπως ήταν φυ­σικό, σε κάθε λογής ψυχαναλυτικές ερμηνείες. Ο ίδιος ο Πεσσόα ερεύνησε την περίπτωση του: «Πιθανότατα είμαι ένας υστερικο-νευρασθενικός… Κάτι που εξηγεί την οργανική καταγωγή των ετερωνύμων».
Υπάρχει και μια άλλη πτυχή: η ανομολόγητη ομοφυλοφιλική του τάση, που είχε προσλάβει τη μορφή ενός τρόμου απέναντι στο σώμα του, δηλαδή έναντι των επιθυμιών του. «Συ­χνά, κοιτώντας το ίδιο το κορμί μου τρέμω από φόβο βλέποντας το τόσο πραγματικό, τόσο σαρ­κώδες». Είναι οι στίχοι ενός ανθρώπου σωματικά και ψυχικά εντελώς μοναχικού, για τον οποίο το σώμα του, η σάρκα, αποτελούσε μιαν ανεξάντλη­τη πηγή αγωνίας: «Οποιαδήποτε γύμνια —πνευ­ματική ή σωματική— μου προκαλεί τρόμο». Πε­ρί τα 1913-15, διαπιστώνει με συγκλονιστική δι­αύγεια τη «θηλυκή του ευαισθησία και τις αντι­δράσεις που αυτή συνεπάγεται» και διατυπώνει τη διάγνωση: «Είναι μια αρχέγονη σεξουαλική αναστροφή. [...] Ποτέ δεν ήμουν σίγουρος ότι αυτή η προδιάθεση του χαρακτήρα μου δεν θα κατέβαινε μια μέρα ως το κορμί μου…».
Την ταπείνωση αυτή, αν τυχόν η επιθυμία του εκδη­λωνόταν σαρκικά, έτρεμε ο Πεσσόα. Από αυτή την άποψη, η δημιουργία του φανταστικού κό­σμου των ετερωνύμων δεν ήταν, άραγε, κι ένας τρόπος για να ξεφύγει απ’ το ίδιο το κορμί του; Καθιστώντας το έργο του πιο ζωντανό απ’ την ίδια τη ζωή του, δεν φίμωνε τις επιθυμίες του; Οι ετερώνυμοι και ημι-ετερώνυμοι του Πεσσόα απο­τελούν τους τοκετούς ενός παρθένου, ο οποίος οχυρώνεται αδιάκοπα έναντι αυτού που επιθυμεί και φοβάται περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο: της ερωτικής πράξης. Μόνο σε δύο αγγλόφωνα ποιήματα του, τον Αντίνοο και το Επιθαλάμιο, τολμά ν’ αντικρύσει κατάματα τον έρωτα, ως μια πράξη υγιή, χαρμόσυνη, ανθρώπινη, χωρίς ίχνος ντροπής ή αναστολής. Αλλά και τα δύο τούτα ερωτικά ποιήματα επιβάλλονται όχι με τα όσα δη­λώνουν, αλλά με τα όσα αποσιωπούν…
Η αγγλι­κή γλώσσα τον αποδεσμεύει εν μέρει από τις ανα­στολές που του δημιουργεί η μητρική του γλώσσα – γι’ αυτό και υπογράφει μόνο τα αγγλόφωνα ποιήματα με τ’ όνομα του. Αλλά, στο σύνολο της, η δημιουργία του Πεσσόα φαίνεται να είναι μια λαβυρινθώδης διαδικασία φυγής από το σαρκικό του εγώ, το οποίο δεν παύει να αντιμετωπίζει με φόβο, με λαχτάρα, συνειδητότητα.Κι αν βγάζαμε τα ματογυάλια του καλού Δρα Σίγκμουντ; θα παρατηρούσαμε τότε ότι το μεγα­λύτερο μέρος του έργου που υπογράφουν οι ετερώνυμοι δημοσιεύτηκε όσο ζούσε ο Πεσσόα, ενώ τα περισσότερα από τα ποιήματα που υπογράφει με το όνομα του —και μάλιστα αυτά των τελευ­ταίων 15 χρόνων της ζωής του— έμειναν ανέκ­δοτα. Χρειάστηκε να περιμένουμε ως το 1955-’58 για να τ’ ανακαλύψουμε. Πρόκειται για ποιήματα εξομολογητικά. Μας αποκαλύπτουν το δράμα μιας συνείδησης όχι απλώς δυστυχισμένης: ανί­κανης να γευτεί την ευτυχία- όχι απλώς απελπι­σμένης: ανίκανης να διανοηθεί την έννοια της ελπίδας.
Η δυστυχία του Πεσσόα δεν έγκειται — μόνο — στη μιζέρια της καθημερινής του ζωής, στη σωματική του ασημαντότητα, στην ανυπαρ­ξία έρωτα, στην έλλειψη της μητρικής αγάπης και της οικογενειακής εστίας, στη μη αναγνώριση του από την πατρίδα και την εποχή του: είναι μια βαθύτερη υπαρξιακή απελπισία, ενός ανθρώπου που δεν τρέφει καμιά ψευδαίσθηση, δεν διαθέτει καμιά ελπίδα και καμιά καταφυγή. Περιορίζεται να ζει παρατηρώντας τον εαυτό του να ζει, απο­σπασμένος απ’ τον εαυτό του, κατατρωγόμενος εσωτερικά από το βάρος μιας ιδιοφυΐας που δεν του προκαλεί παρά σπάνιους σπασμούς έξαρ­σης.
Έτσι, η δημιουργία του φανταστικού κό­σμου των ετερωνύμων αποτελεί ένα τέχνασμα α­πελπισίας, μια διέξοδο διανοητικής ψυχαγωγίας από το προσωπικό του μηδέν και άπειρο, μια ει­ρωνική εκδίκηση ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του, αλλά κι έναν τρόπο να ζήσει — να ζήσει τε­χνητά, έστω, ως διαμεσολαβητής «άλλων». Και αλήθεια, στο παιχνίδι αυτό ποιος είναι περισσό­τερο «πραγματικός»: ο Φερνάντο Πεσσόα, ή ο Ρικάρντο Ρέις, ή ο Αλβαρο ντε Κάμπος, ή ο Αλ­μπέρτο Καέιρο; Ο ίδιος ο συγγραφέας έχει απο­κριθεί προκαταβολικά και σ’ αυτό: «Εννοείται πως αγνοώ αν είναι αυτοί που δεν υπάρχουν ή μήπως ο ανύπαρκτος είμαι εγώ: σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί».
Κι ωστόσο, αυτός ο αδιάκοπος μόχθος να αποπαγιδευτεί από το εγώ του δεν ισοδυναμεί με μιαν αγωνιώδη αναζήτηση του εαυτού του; «Γρά­φουμε για να αποκρυσταλλώσουμε αυτό που εί­μαστε — ή για να γίνουμε αυτό που δεν είμαστε. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ανα­ζητούμε τον εαυτό μας. Κι αν έχουμε την τύχη να τον βρούμε —δείγμα δημιουργίας—, ανακαλύ­πτουμε πως είμαστε ένας άγνωστος. Πάντα ο άλ­λος, πάντα αυτός, αχώριστος, ξένος, με το πρό­σωπο σου και το δικό μου, εσύ πάντα μαζί μ’ εμένα και πάντα μόνος» (Οκτάβιο Παζ). Αυτό που αποκαλούμε εγώ είναι μια πολυπληθής έρη­μος, μια φυλακή, μια σύμβαση, ένα δόγμα. Συμ­βιώνουμε στον καθρέφτη μ’ ένα στερεότυπο, μ’ έναν κατά συνθήκην εαυτό. Το εγώ μας, που το φορούμε και το περιφέρουμε με απατηλή βεβαιό­τητα όπως ο Πεσσόα το αιώνιο μαλακό καπέλο, το παπιγιόν και την γκρίζα καμπαρντίνα του, εί­ναι ένα σκιάχτρο. Η ανατίναξη του εγώ είναι η θεμελιώδης πράξη γονιμοποίησης του εαυτού μας.
Ο Πεσσόα, που ένιωθε αδιάλειπτα «μιαν επιθυ­μία να είναι κάποιος άλλος με όλους του τους εαυτούς», εκφράζει τη βούληση, την προσπάθεια, την αγωνία τού να γίνει ο εαυτός του, μέσα από τη διαρκή αναψηλάφηση των ετεροτήτων που περικλειεί. Ένα πνευματικό εγχείρημα που παραπέ­μπει στον Μάιστερ Έκχαρτ: «Να μην είσαι τίποτα για να μπορείς να γίνεις τα πάντα»… … Και, έτσι, μέσα από το έργο του, γίνεται ο εαυτός μας. Πέρα και πίσω απ’ τις μάσκες που χρησιμοποιεί, η σπαραχτική πολλαπλότητα του Φερνάντο Πεσσόα υποβάλλει μιαν ενιαία και πα­νταχού παρούσα συνείδηση που μας προσκαλεί σε ένα υποβλητικό Θέατρο του Είναι.
Κρύβεται και εκτίθεται ταυτόχρονα, ψεύδεται και εξομολο­γείται: αυτός που προσέφυγε στο ονειρικό του σύμπαν προκειμένου «να αποφύγει κάθε συνερ­γασία με την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου», αυτός που «έγραφε για να μη διακινδυνεύει να ζει», αυτός που αισθανόταν σωματικά (άρα και ψυχικά) ανίκανος να επικοινωνήσει με τους πραγματικούς ανθρώπους, αυτός που φρικιούσε μπροστά στο θέαμα της πραγματικής ζωής, μας καθιστά συνοδοιπόρους στην αγωνία, την πι­κρία, τη λαχτάρα, την αναζήτηση του.
Γιατί, πίσω από το πλήθος των ετερωνύμων και ημι-ετερωνύμων, αυτό που απομένει τελικά είναι ένα έρ­γο, ο ανεξόρυκτος ακόμη θησαυρός του μπαού­λου του- είναι μια φωνή που εκφράζει, με σπάνια ακρίβεια και αμεσότητα, τον εσωτερικό διχασμό, τις αμφιβολίες, το άγχος, τους φόβους που μοιρα­ζόμαστε όλοι όσοι αναρωτιόμαστε ποιοι είμαστε ή τι είμαστε, πού πηγαίνουμε ή πού μας πηγαί­νουν, τι είναι αληθινό και σε τι μπορούμε να ελπί­ζουμε, «τι ‘ναι θεός, τι μη θεός, και τι τ’ ανάμεσα τους». Παράδοξο, ναι. Πίσω από τις πολυάριθμες μάσκες του, ο Πεσσόα μιλάει στην πραγματικό­τητα με μια φωνή, φωνή δυνατή και σπαραχτική, ανατρεπτική και οικεία, φωνή των καιρών μας, ενδόμυχη φωνή μας.

Το ψευδώνυμο έργο είναι το έργο του συγγραφέα
«αυτοπροσώπως» μείον η υπογραφή του ονόματος του·
το ετερώνυμο έργο είναι αυτό του συγγραφέα «εκτός προσώπου του»·
είναι το έργο μιας προσω­πικότητας
εντελώς κατασκευασμένης απ’ τον ίδιο,
όπως θα ήσαν οι ανταπαντήσεις ενός προσώπου
σε κάποιο θεατρικό έργο, γραμμένο με το χέρι του.

Γελοίοι και μοιραίοι...

Γελοίοι και μοιραίοι...





Αν η δημοσίευση της λίστας Lagarde έκανε ρόμπα τα εμπλεκόμενα πολιτικά απολειφάδια εντός των συνόρων της χώρας, η σύλληψη του δράστη, τα έκανε ρόμπα σ' ολόκληρο τον πλανήτη. Δεν χρειάζεται ν' απαριθμήσουμε τα παγκόσμια μέσα, που την ίδια στιγμή που ένας εύθικτος εισαγγελέας εξέδιδε ένταλμα σύλληψης, αυτά είχαν ήδη αναρτήσει φαρδιά-πλατιά στην πρώτη τους σελίδα την πλήρη ανταπόκριση από το συμβάν, χασκογελώντας ειρωνικά για τα τεκταινόμενα στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας. Εύθικτος βεβαίως, ως προς την υπεράσπιση της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, και ουχί άλλων τινών προσώπων που προσφάτως είδαν το φως της δημοσιότητας μέσα από άλλου τύπου λίστες. Κυρίως όμως ανόητος, μιας και η υπερευαισθησία του φούντωσε κι άλλο τη φωτιά που μόλις είχε αρχίσει να γλύφει τα μπατζάκια αυτών, που για μια στιγμή φαινόταν ότι μπορεί και να γλίτωναν το ολοκαύτωμα.

Και το συμβάν δεν ήταν τα ονόματα αυτά καθ' αυτά, χεστήκαμε που λέει ο λόγος, (άλλωστε λίγο πολύ αυτά περιμέναμε να δούμε, όχι φυσικά ως παράνομους φοροκλέφτες, αλλά για πολλούς εξ αυτών, ως νομίμως εξαιρεθέντες), αλλά η αγωνία της πολιτικής αλητείας που μέρες τώρα, φυσώντας και ξεφυσώντας, παραπαίοντας και αλληλο-ρουφιανευόμενη προσπαθούσε, έτσι νόμιζε, ν' αδειάσει αλλού την ενοχή και να περάσει τον σκόπελο της έκθεσής της αβρόχοις ποσί. Με τα ίδια παλιά κόλπα, και τσαλίμια, με όρκους και καραγκιοζλίκια, με έκδηλη όμως την ατζαμοσύνη των δακτύλων στον εντοπισμό του “παππά”.

Εδώ παππάς, εκεί παππάς, πού είναι ο παππάς; Πάει, την έκανε ο παππάς, τούς την έφερε ο παππάς, ξεγλίστρησε από τα παράθυρα της Όλγας, τα πλατώ του Σκάι, τα σκοτεινά συρτάρια των υπουργείων, τις μαύρες τσάντες των υπουργών, και νά σου καμαρωτός καμαρωτός, ξημέρωμα Σαββάτου στα μανταλάκια της Ομόνοιας να κλείνει το μάτι και να χλευάζει. Κι από κει, ήταν ζήτημα λεπτών, να αναλάβουν τα άλλα, τα ηλεκτρονικά πλέον μανταλάκια του διαδικτύου, τη μεταφορά στα πέρατα του κόσμου της ξεφτίλας του ελληνικού πολιτικού συστήματος.

Φαντάζομαι το Βενιζέλο, όλες αυτές τις μέρες, με την άσπρη κολλαριστή ποδιά της υπηρέτριας και την ασορτί κορδέλα στο κεφάλι, τάχα μ' δήθεν, να γονατίζει κάτω από τραπέζια και καναπέδες, να τραβά πολυθρόνες, να σέρνει μπουφέδες και βιβλιοθήκες, να τινάζει παπλώματα και κουβέρτες, να αναποδογυρίζει χαλιά, να αδειάζει συρτάρια, πηγμένος στον ιδρώτα και τη σκόνη να ψαχουλεύει, ν' ανασκαλεύει να σκαλίζει. Το ίδιο και τον Παπακωνσταντίνου, σε μια εξ ίσου γελοία εκδοχή. Και να εμφανίζονται κατόπιν στα κανάλια, ο ένας με το ξεσκονόπανο κι ο άλλος με τη σκούπα, κατάκοποι και κατασκονισμένοι για να ξεπλυθούν.

Την Τρίτη έρχεται για ψήφιση στην ολομέλεια της βουλής το νομοσχέδιο που βάζει τα θεμέλια του μεγάλου ξεπουλήματος. Δεν είναι τόσο η αντισυνταγματικότητα που το σημαδεύει ήδη από το πρώτο του άρθρο, όσο ο απίθανος ραγιαδισμός που ξεχειλίζει παχύρρευστος και λιπαρός από κάθε του πρόταση, κάθε παράγραφο κάθε υποπαράγραφο. Είναι η θεσμοθέτηση της βαθιάς υπόκλισης προς τον κάθε τυχάρπαστο απατεώνα που εξυψώνει σε επενδυτή, είναι η κατάθεση της αξιοπρέπειας του ελληνικού λαού, είναι η δήμευση της περιουσίας του, δημόσιας και ιδιωτικής, είναι η παράδοση των κλειδιών της ίδιας του της χώρας. Η αυτού υψηλότης ο επενδυτής καθίσταται απόλυτος κυρίαρχος, θεσπίζονται νόμοι και διατάξεις ειδικά γιαυτόν, παρέχονται διευκολύνσεις ειδικά γιαυτόν, αναδιατάσσονται λιμάνια, παραλίες, ποτάμια, λίμνες, βουνά, μόνο γιαυτόν και για κανέναν άλλον.

Για πρώτη φορά στα παγκόσμια χρονικά, παρά μονάχα ίσως στα χρονικά των μπανανιών, ορίζεται η ιδιωτική χωροθέτηση και πολεοδόμηση. Ο επενδυτής αγοράζει γη και αποφασίζει μόνος του πώς θα την χωρίσει, τι θα φτιάξει και τι θα το κάνει. Ο ίδιος ορίζει στο σχέδιο που θα καταθέσει αν θα επιτρέπει στους πληβείους να έχουν πρόσβαση στη θάλασσα, στο ποτάμι, στη λίμνη. Τού παρέχεται το δικαίωμα να μπαζώσει μέχρι εκεί όπου τραβάει η καρδιά του τις ακτές, να χτίσει ιδιωτικά λιμάνια, άσχετα αν δίπλα υπάρχει ακόμα ένα, και επιπλέον να απαιτήσει από το κράτος, εν είδη μπράβου και νοικιασμένου νταβατζή να προβεί σε αναγκαστική απαλλοτρίωση οικοπέδου κάποιου φουκαρά ιδιώτη που τυγχάνει να συνορεύει με το δικό του. Ο ιδιώτης είναι εκ του νόμου αναγκασμένος να υποκύψει, μιας και εκ του νόμου κάθε πράξη του αποκαλούμενου επενδυτή εντάσσεται στην εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος. Ως εκ τούτου άρνηση παραχώρησης ισοδυναμεί με εθνική προδοσία.

Τη μεθεπόμενη βδομάδα έρχεται προς ψήφιση το τρίτο μνημόνιο. Δυο χούφτες δισεκατομμύρια ευρώ μαζί με μερικά εκατομμύρια σύριγγες που θα καρφώσουν με σαδισμό οι εγκληματικές και ευνουχισμένες τριανδίες στις αδύναμες πια φλέβες για ν' αποστραγγίσουν και τις τελευταίες ρανίδες αίματος. Μακάρι το αίμα που θα τραβήξουν να έρθει και να τους πνίξει. Τα κουφάρια που θ' αφήσουν να τούς στοιχειώσουν τον ύπνο. Τα χέρια των ζωντανών να βρουν τη δύναμη να τους κρεμάσουν.

Πολλοί θα πεθάνουν φέτος από το κρύο και την πείνα. Δίχως άλλο, από φυσικά αίτια. Εξασφαλισμένη τροφή, με νομοσχέδια, ψηφοφορίες και άλλα τέτοια δημοκρατικά φληναφήματα, στα ξελιγωμένα όρνια που γυροφέρνουν τον ουρανό της πατρίδας μας. Κι όλο πυκνώνουν, κι όλο χαμηλώνουν, κι όλο τα γητεύουν για να τα προσγειώσουν...



You might also like: